- ανταποδίδω
- ανταποδίδω, ανταπέδωσα (σπάν. ανταπόδωσα) βλ. πίν. 186
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανταποδίδω — κ. δίνω κ. δώνω (AM ἀνταποδίδωμι, Μ κ. δίνω) 1. αποδίδω σε κάποιον το καλό ή το κακό που μου έκανε 2. (για τον θεό) παρέχω ανταμοιβή ή τιμωρώ αρχ. μσν. πληρώνω χρέος αρχ. 1. επιστρέφω κάτι 2. εκδικούμαι 3. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο 4. δίνω… … Dictionary of Greek
ἀνταποδιδῶ — ἀνταποδίδωμι give back pres subj act 1st sg ἀνταποδίδωμι give back pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδιδῷ — ἀνταποδίδωμι give back pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποδίδω — ἀνταποδίδωμι give back pres imperat mp 2nd sg (epic) ἀνταποδίδωμι give back imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεπεύχομαι — ανταποδίδω ευχές σε κάποιον … Dictionary of Greek
αντεπισκέπτομαι — ανταποδίδω επίσκεψη … Dictionary of Greek
αντεύχομαι — ανταποδίδω ευχές … Dictionary of Greek
αντιπροσφωνώ — ανταποδίδω προσφώνηση … Dictionary of Greek
πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί … Dictionary of Greek
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek